Map 3: Photographic display between two different versions of Natura 2000

2018: Επέκταση των περιοχών του οικολογικού δικτύου Natura 2000 στην Ελλάδα

Το δίκτυο Natura 2000 είναι ένα δίκτυο προστατευόμενων περιοχών -το μεγαλύτερο στον κόσμο- που προστατεύει τα πλέον απειλούμενα είδη και οικοτόπους της Ευρώπης. Το δίκτυο περιλαμβάνει και τις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και περιλαμβάνει περιοχές στην ξηρά αλλά και στη θάλασσα. Ο στόχος του δικτύου είναι να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη επιβίωση των πιο πολύτιμων και απειλούμενων ειδών και οικοτόπων της Ευρώπης, που αναφέρονται τόσο στην Ευρωπαϊκή Οδηγία για τα Πτηνά όσο και στην Ευρωπαϊκή Οδηγία για τους οικοτόπους.

Τον Μάρτιο του 2018 βρισκόταν σε ισχύ, στην Ελλάδα, ο εθνικός κατάλογος του ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου Natura 2000. Ενώ τον Απρίλιο του 2018 πραγματοποιήθηκε ενημέρωση αυτού του εθνικού καταλόγου.

Σύμφωνα με τον παλαιό κατάλογο, 419 τοποθεσίες είχαν χαρακτηριστεί ως περιοχές NATURA σε ολόκληρη τη χώρα. Οι 217 από αυτές είχαν τον πιο ειδικό χαρακτηρισμό «Τόποι Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ)» όπως ορίζονται στην Οδηγία για του Οικοτόπους (92/43/ΕΟΚ), οι 178 «Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ)» για την Ορνιθοπανίδα όπως ορίζονται στην Οδηγία για τα Πουλιά (79/409/EK) «για τη διατήρηση των άγριων πτηνών» και οι υπόλοιποι είχαν και τους δύο χαρακτηρισμούς.

Συγκρίνοντας τα νέα δεδομένα, του εθνικού καταλόγου με τα παλιά, φαίνονται διαφορές στις περιοχές Natura 2000. Στη νέα λίστα προστέθηκαν 32 νέοι οικότοποι (23 ΤΚΣ, 8 ΖΕΠ και 1 ΤΚΣ/ΖΕΠ) και 5 παλαιοί ενοποιήθηκαν με άλλους οικοπότους. Στο Χάρτη 1 φαίνονται με πράσινο χρώμα όλοι οι νέοι οικότοποι της 30ης έκδοσης του εθνικού καταλόγου με συνολική έκταση 10.029 km2 (περίπου 7,5% της χώρας επιπλέον).

Το αποτέλεσμα ήταν οι περιοχές Natura να ανέρχονται στις 446 στην χώρα μας (Χάρτης 2), εκ των οποίων οι 239 να χαρακτηρίζονται ως «Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ)» και 181 ως «Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ)» και οι υπόλοιπες 26 να φέρουν και τους δύο παραπάνω χαρακτηρισμούς.

Εξετάζοντας τις διαφορές μεταξύ των παλαιών και των νέων δεδομένων δημιουργήθηκε ο Χάρτης 3, ο οποίος απεικονίζει τους οικοτόπους της νεότερης έκδοσης με κόκκινο χρώμα.

Η συνολική έκταση των νέων οικοτόπων της 30ης έκδοσης του εθνικού καταλόγου ανέρχεται στα 16.479 km2. Εάν λάβουμε υπόψη τις επικαλυπτόμενες περιοχές, η συνολική έκταση περιοχών του δικτύου αυξήθηκε κατά 31% (από 55.287 σε 72.524 km2).

Αρθρογράφοι: Γ.Τέντες – Χ.Σταμάτη
Ευχαριστίες: Μ.Θεοδωρίδου

Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλοννήσου – Βορείων Σποράδων: Μελέτη εισιτηρίου

Η παροχή συμβουλών περιβαλλοντικής στρατηγικής και η επίλυση δύσκολων περιβαλλοντικών προκλήσεων είναι ευρέως γνωστό ότι γίνεται κατ΄ εξοχήν με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, καθώς οι κρατικοί φορείς αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στη διαχείριση κινδύνου (risk management).

Η εταιρεία μας GREEN2SUSTAIN είναι γνωστή για την ανάληψη και επιτυχή ολοκλήρωση δύσκολων εγχειρημάτων περιβαλλοντικής πολιτικής και στρατηγικής, μεταξύ των οποίων και όσα σχετίζονται με την περιβαλλοντική οικονομία. Οι δύσκολες προκλήσεις απαιτούν ομάδες με εμπειρία στον τομέα, και για αυτό έχουμε διακριθεί, αναλαμβάνοντας μελέτες που άλλες εταιρείες θα δίσταζαν να αναλάβουν.

Η GREEN2SUSTAIN χρησιμοποίησε την επιστημονική κατάρτιση της ομάδας της για να συντάξει μια πρόταση, η οποία υιοθετήθηκε (μετά από τροποποιήσεις) από το Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου Αλοννήσου – Βορείων Σποράδων (ΕΘΠΑΒΣ) και από το ΥΠΕΝ.
Η μελέτη έχει στόχο τον προσδιορισμό εισιτηρίου σε εφαρμογή υφιστάμενου νόμου του 2019, ο οποίος παρέχει εξουσιοδοτικές διατάξεις για τη σύνταξη σχετικής ΚΥΑ.

Το Εθνικό Πάρκο Αλοννήσου, αλλά και άλλες προστατευόμενες περιοχές της χώρας, γίνονται αποδέκτες συνεχών περιβαλλοντικών πιέσεων και σε αυτές η αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” δεν εφαρμόζεται αποτελεσματικά. Το ίδιο το καθεστώς προστασίας, επιβάλει τον έλεγχο των πιέσεων προς τα προστατευτέα στοιχεία του Εθνικού Πάρκου Αλοννήσου – Βορείων Σποράδων. Τα εθνικά πάρκα είναι προστατευόμενες περιοχές, και οι θεσμοί του κράτους έχουν υποχρέωση να τα προστατεύουν. Το γεγονός ότι το Πάρκο της Αλοννήσου είναι θαλάσσιο το καθιστά περισσότερο ευάλωτο στην ασυδοσία. Κατά συνέπεια, όπως γίνεται σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και της Ευρώπης, η θέσπιση εισιτηρίου αναμένεται να λειτουργήσει προς την πλευρά της πρόληψης και της δράσης προστασίας.

Η θέσπιση εισιτηρίου σε μια θαλάσσια περιοχή είναι από μόνη της μια μεγάλη πρόκληση, καθώς στη θάλασσα δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές, και πρέπει να προσδιορίζονται με προσοχή τα όρια και οι θέσεις είσπραξης. Στόχος της μελέτης ήταν η εξεύρεση λύσης, προκειμένου η χρήση της προστατευόμενης περιοχής να έχει ανταποδοτικό όφελος το οποίο να επιτρέπει την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, είτε άμεσα (με έσοδα στα ταμεία του Φορέα Διαχείρισης που να μπορούν να αξιοποιηθούν), είτε έμμεσα (μέσω επενδύσεων του Πράσινου Ταμείου).

Η θέσπιση εισιτηρίου δεν αποτελεί καινοτομία για τις προστατευόμενες περιοχές, αλλά κοινό τόπο σε όλες τις ηπείρους. Στην Ελλάδα, ήδη εφαρμόζεται η πολιτική πληρωμής εισιτηρίου, είτε προαιρετικά με τη μορφή υπηρεσίας (Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς -Λευκίμης-Σουφλίου), είτε υποχρεωτικά με τη μορφή εισιτηρίου εισόδου (Εθνικός Δρυμός ‘Σαμαριά’). Οι συνεργάτες μας προέβησαν σε ανάλυση υποδειγμάτων από την Ελλάδα και το εξωτερικό (Ισπανία, Ιταλία, Σουηδία και αλλού). Προφανώς κάθε περίπτωση έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε σχέση και με τις επιτρεπόμενες χρήσεις, όμως η γενική εικόνα είναι ότι εφαρμόζεται η αρχή της ανταποδοτικότητας στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος, με το εισιτήριο συχνά να αξιοποιείται ως παράγοντας αποτροπής και ελέγχου του αριθμού των χρηστών, αλλά και ως πηγή εισοδήματος για δράσης διατήρησης.

Στόχος του εισιτηρίου είναι η εξασφάλιση πόρων για τους Φορείς Διαχείρισης, και υπάρχουν ειδικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του. Οι προϋποθέσεις αυτές εξασφαλίζονται πλήρως με την πρόταση που διαμορφώθηκε.
Με τη θέσπιση εισιτηρίου επιτυγχάνονται πολλαπλοί κοινωνικοί και οικολογικοί στόχοι:
– εφαρμόζεται η πανευρωπαϊκή και παγκόσμια αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” για τους χρήστες μιας περιοχής απολύτου προστασίας
– αποθαρρύνονται οι ευκαιριακοί χρήστες
– συμπληρώνονται οι οικονομικοί πόροι του Φορέα Διαχείρισης και του κράτους
– εμπεδώνεται ότι η προστασία της φύσης (ειδικά εκεί όπου υπάρχει εκμετάλλευσή της) συνοδεύεται από ένα κόστος το οποίο οι σύγχρονες κοινωνίες θα πρέπει να αναλαμβάνουν σε πολλαπλά επίπεδα (κρατικό, αυτοδιοικητικό, ατομικό).

Επισημαίνεται ότι ήδη στο δημόσιο διάλογο αναφέρονται περιπτώσεις όπου σκάφη, θέλοντας να αποφύγουν την καταβολή εισιτηρίου απλής διέλευσης, αναγκάζονται να επιλέξουν εναλλακτικές διαδρομές, βορειότερα του θαλάσσιου πάρκου. Αυτό αποτελεί επιτυχία του θεσμού του εισιτηρίου από πλευράς περιβαλλοντικής προστασίας: η διέλευση αποθαρρύνεται με μηδενικό κόστος και η φύση προστατεύεται.

Η καταβολή εισιτηρίου έχει προταθεί να γίνεται απευθείας στο Φορέα Διαχείρισης, με απολαβές και για το Πράσινο Ταμείο (με προκαθορισμένο ποσοστό) και για τα Δημόσια Ταμεία (μέσω ΦΠΑ), με βάση τις προβλέψεις της νομοθεσίας.
Προφανώς, από το εισιτήριο εξαιρούνται ειδικές ομάδες πολιτών, όπως ισχύει και σε κάθε περίπτωση δημοσίου εισιτηρίου. Οι εξαιρέσεις αυτές είναι αρκετές, αλλά είναι τόσες ώστε να μην θεσμοθετούν την εξαίρεση ως κανόνα.

Ο Φορέας Διαχείρισης είναι ένας από τους εμπλεκόμενους φορείς στο τουριστικό προϊόν της περιοχής, καθώς φροντίζει με μεγάλη δυσκολία για την τήρηση των κανόνων επισκεψιμότητας της ζώνης Α (απολύτου προστασίας) του Πάρκου. Με την πρόταση που συντάχθηκε, αναμένεται ο Φορέας να έχει ουσιαστικότερη συμμετοχή στο τουριστικό προϊόν, δημιουργώντας έσοδα που θα τον βοηθήσουν να βελτιώσει τις υπηρεσίες που παρέχει.
Με δεδομένο ότι το Πάρκο είναι το κύριο στοιχείο προσέλκυσης τουρισμού στην περιοχή, μια τέτοια εξέλιξη θα προστατεύσει και θα αναβαθμίσει το τουριστικό προϊόν της περιοχής.
Για λόγους διαφάνειας στο δημόσιο λόγο (αν και με μεγάλο κίνδυνο να γίνει ανεξέλεγκτη αντιγραφή της) η μελέτη μας έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο του Φορέα Διαχείρισης του Πάρκου (http://alonissos-park.gr/).

Photo credit: Παύλος Λιακόπουλος